κωνοσκόπιο

κωνοσκόπιο
το
(κρυσταλλ.) ειδικό πολωτικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τής γωνίας τών οπτικών αξόνων και την παρατήρηση μορφών συμβολής και συγγενών φαινομένων σε κατάλληλα επιλεγμένα κρυσταλλικά επίπεδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. conoscope < αγγλ. con(o)- (< κῶνος) + -scope (< -σκόπιο < -σκοπος < σκοποῦμαι «εξετάζω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”